- ορεινός
- -ή, -ό (Α ὀρεινός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα»)2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.)3. (για τόπο) γεμάτος όρηνεοελλ.1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο ορεινός, η ορεινήκάτοικος τού βουνού, ορεσίβιος2. (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) οι Ορεινοία) η ομάδα τών βουλευτών τής Συμβατικής Συνέλευσης που κατά τη διάρκεια τής γαλλικής επανάστασης κατείχαν το «όρος», δηλαδή τα άνω έδρανα τής αίθουσας, και ήταν αντίπαλοι τών Γιρονδίνων και τού βασιλιά και από τις γραμμές τών οποίων αναδείχθηκαν οι Ντεμουλέν, Σαιν Ζυστ, Δαντών, Μαρά, Ροβεσπιέρος και άλλοι ηγέτεςβ) ελληνική πολιτική παράταξη που έδρασε κατά την περίοδο τής Μεσοβασιλείας από τον Οκτώβριο 1862 ώς τον Οκτώβριο 1863 και τών συνεδριάσεων τής Β' Εθνικής Συνέλευσης στην Αθήνα μέχρι την ανάρρηση στον θρόνο τού βασιλιά Γεωργίου Β'3. φρ. α) «ορεινοί άνεμοι» — τοπικοί άνεμοι που οφείλονται στη γειτονία ορεινών εξάρσεων και κοιλάδωνβ) «ορεινό κλίμα» — ψυχρό κλίμα με ήρεμο χειμερινό καιρό που ευνοεί τις θερμοκρασιακές αναστροφέςγ) «ορεινό συγκρότημα» — ομάδα οροσειρών ευθυγραμμισμένων και παρόμοιων ως προς τη γενική μορφή και κατασκευήαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρεινήχώρα γεμάτη βουνά2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεινόνο χαρακτήρας τού ορεσιβίου, ο άγριος και ανυπότακτος χαρακτήρας3. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει, που ευδοκιμεί στα βουνά4. φρ. «ἱμάτιον ὀρεινόν» — χιτώνας από άξαντο και άπλυτο μαλλί, χοντροϋφασμένος5. (σε αιγυπτ. πάπ. ως επίθ. τών διωρύγων) αυτός που ανήκει στο άκρο, στο τέρμα τής ερήμου («ὀρεινή διῶρυξ Πολέμωνος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀρεσ-νός (< θ. ὀρεσ- τής λ. ὄρος* [II]), με απλοποίηση τού συμπλέγματος -σν- και αντέκταση (πρβλ. ἀλγεινός < *ἀλγεσνός)].
Dictionary of Greek. 2013.